δώμασιν

δώμασιν
δώ̱μασιν , δῶμα
house
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • MITRA — Syriacum Scaligero: ab antique μίω, i. e. μιτόω ligo, Eustath. a μίτος, i. e. filum, Etymol. Lat. Vitta, Hebr. Gap desc: Hebrew funis, χοινίον: proprie signisicat tegmen muliebris capitis. Et quidem aliquando sonat redimiculum capitis, e quo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κατακωμάζω — (Α) μτφ. (για τη δυστυχία) ορμώ με δύναμη, ενσκήπτω παράφορα («τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κωμάζω «ενσκήπτω, ορμώ με δύναμη»] …   Dictionary of Greek

  • πρόσημαι — Α 1. κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι (α. «δώμασιν προσήμεναι», Αισχύλ. β. «προσήμεθα βωμοῑσι», Σοφ.) 2. πολιορκώ («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἧμαι «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”